Τυροφάγου

Τυροφάγου
Τῡροφάγου , Τυροφάγος
Cheeseeater
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τυροφάγου — τυροφάγος Cheeseeater masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυροφάγος — α, ο / τυροφάγος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν νεοελλ. μσν. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τυροφάγος (ενν. εβδομάδα) η εβδομάδα μετά την Κυριακή τής Αποκριάς κατά την οποία δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς τής Ορθόδοξης Εκκλησίας να τρων κρέας, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • DOMINICA — I. DOMINICA seu Dies Dominicus, prima hebdomadis dies, Dies lucis et Dies panis Chrisost. de Resurr. Regina et princeps dierum, Iacobo; dierum Domina Sophron. Dies pacis. Theod. Studitae: Graecis Κυριακὴ, Α᾿ναςτάσιμος, βασιλὶς καὶ ὕπατος τῶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τσικνοπέμπτη — Ονομασία της ημέρας Πέμπτης της Κρεατνής ή κατ’ άλλους Τυρινής. Προέρχεται από τη λέξη τσίκνα, τη μυρωδιά δηλαδή του ψημένου κρέατος, που κάθε οικογένεια συνηθίζει να τρώει την ημέρα αυτή. Επειδή τις ημέρες της Τυροφάγου Δευτέρα, Τετάρτη,… …   Dictionary of Greek

  • κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… …   Dictionary of Greek

  • τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… …   Dictionary of Greek

  • τυροαπόθεσις — έσεως, ἡ, Μ 1. αποχή από την κατανάλωση τυριού 2. (ειδικά) η μετά την Κυριακή τής Τυροφάγου εβδομάδα, κατά την οποία οι Ορθόδοξοι άρχοντες δεν έτρωγαν τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + ἀπόθεσις (< ἀποτίθημι)] …   Dictionary of Greek

  • Τυρινή — η η εβδομάδα της Τυροφάγου, η εβδομάδα μετά την Κυριακή της Αποκριάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”